τιλτ, άκλ. [<αγγλ. tilt (= γέρνω, κλίνω)], λ. της νεοαργκό·
- βγήκε τιλτ, αποχώρησε χαμένος από ένα παιχνίδι ή κάποια διαδικασία, κάνοντας θεληματικά κάποια απαράδεκτη κίνηση ή ενέργεια: «επειδή έχανε συνέχεια, βγήκε τιλτ κι έφυγε για το σπίτι του || μόλις κατάλαβε πως δεν είχε κανένα όφελος απ’ αυτή τη δουλειά, βγήκε τιλτ κι αποχώρησε»·
- είναι τιλτ, βλ. φρ. βγήκε τιλτ·
- έκανε τιλτ, βλ. φρ. το μυαλό του έκανε τιλτ·
- το μυαλό του έκανε τιλτ ή έκανε τιλτ το μυαλό του, α. ζαλίστηκε πάρα πολύ: «έφαγε μια σφαλιάρα, που το μυαλό του έκανε τιλτ». β. αποβλακώθηκε από το πολύωρο παιχνίδι σε ηλεκτρονικό μηχάνημα: «απ’ το πρωί που άνοιξε το μαγαζί στρώθηκε μπροστά στο πάκμαν, ώσπου το μυαλό του έκανε τιλτ». γ. έχασε το μυαλό του, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, το μυαλό του έκανε τιλτ». Από την εικόνα του ηλεκτρονικού παιχνιδιού που, όταν το κουνήσει δυνατά αυτός που παίζει, βγαίνει εκτός λειτουργίας, ανάβοντας την ένδειξη τιλτ (tilt)·
- χτύπησε τιλτ, α. εξαντλήθηκε και εγκατέλειψε κάποια προσπάθειά του, βγήκε νοκάουτ: «στα μισά του δρόμου χτύπησε τιλτ κι εγκατέλειψε την πορεία». β. βρίσκεται σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «έχασε πολλά λεφτά στο χρηματιστήριο και χτύπησε τιλτ ο φουκαράς». Συνών. χτύπησε βαλβίδα / χτύπησε μπιέλα.